ἀρτοποιοῦ

ἀρτοποιοῦ
ἀ̱ρτοποιοῦ , ἀρτοποιέω
make into bread
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀρτοποιέω
make into bread
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀρτοποιέω
make into bread
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀρτοποιός
bread-maker
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρτοποιία — η (Α ἀρτοποιΐα) [αρτοποιός] 1. η τέχνη του αρτοποιού 2. η κατασκευή του ψωμιού …   Dictionary of Greek

  • σιτοποίητρα — και σιτοπόητρα, τὰ, Α τα ψηστικά, η αμοιβή τού αρτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτοποιός «αρτοποιός» + επίθημα τρον, που απαντά συνήθως σε λ. οι οποίες δηλώνουν αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ τρα, λύτρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”